- ἁγιάσει
- ἁγιάζωaor subj act 3rd sg (epic)ἁγιάζωfut ind mid 2nd sgἁγιάζωfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγιάζω — άγιασα, αγιάστηκα, αγιασμένος 1. μτβ., ευλογώ, ραντίζω με αγιασμένο νερό: Περίμεναν όλοι στη σειρά να τους αγιάσει ο παπάς. 2. αμτβ., γίνομαι άγιος: Αυτός άμα πεθάνει θ αγιάσει· μτφ., αδυνατίζω υπερβολικά: Από την αρρώστια και τη νηστεία είχε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)